- ὀπυάζομαι
- ὀπυάζομαι,A get married, in irreg. [tense] aor. [voice] Pass. subj. [ per.] 1pl.
ὀπυασθώμεθα Lyr.Alex.Adesp.1.52
(dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀπυασθώμεθα Lyr.Alex.Adesp.1.52
(dub. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπυάζομαι — ὀπυάζομαι (Α) (αμφβλ. ποιητ. τ.) (για γυναίκα) παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπνίω / ὀπύω «παντρεύομαι», κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
ὀπυασώμεθα — ὀπυάζομαι get married aor subj mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)